- φοβέστρατος
- ἡ, Α(ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέ-στρατος, δεξί-στρατος). Η μορφή τού α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχε-*].
Dictionary of Greek. 2013.